Η προσεκτική ακρόαση των προβλημάτων του ασθενούς
Ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα στην επικοινωνία ασθενούς και ιατρού είναι η αίσθηση που δημιουργείται στον πρώτο ότι ο γιατρός του δεν του επέτρεψε να πει όλα όσα θα ήθελε για το πρόβλημά του. Και η αίσθηση αυτή δεν είναι πολλές φορές λανθασμένη. Συνήθως οι ασθενείς μπορούν να περιγράψουν πολύ περισσότερα και σημαντικά για το πρόβλημά τους σε σχέση με αυτό που πιστεύει ο ιατρός. Μόνο εκείνοι έχουν βιώσει την εμπειρία των συμπτωμάτων τους και γνωρίζουν με ακρίβεια αυτό που αισθάνονται. Μέσα από αυτή την ακριβή περιγραφή είναι σίγουρο ότι ο ιατρός μπορεί να βγάλει σημαντικά συμπεράσματα.
Για να επωφεληθεί επομένως ο ιατρός στην άσκηση του λειτουργήματός του, θα πρέπει να μάθει να ακούει προσεκτικά όσο έχει να του πει ο άνθρωπος που έχει απέναντί του. Η προσεκτική ακρόαση βοηθά τον ιατρό να αποφύγει τον κίνδυνο να καταλήξει πολύ γρήγορα και μερικές φορές επιπόλαια σε μια διάγνωση. Του δίνει την ευκαιρία να μελετήσει όλα τα διαθέσιμα εμπειρικά δεδομένα και αποτελεί δείγμα σεβασμού προς τον ασθενή τονίζοντας το γεγονός ότι ο επαγγελματίας υγείας είναι πρόθυμος να λάβει μέρος μαζί με τον ασθενή του στην προσπάθεια οικοδόμησης μιας σχέσης που θα χαρακτηρίζεται από αμοιβαία συμμετοχή (Stone, G.C, 1979. Patient compliance and the role of the expert. Journal of Social Issues,35, 34-59).
Η προσεκτική και υπομονετική ακρόαση του ασθενούς δεν είναι εύκολη.
Στην πράξη όμως η προσεκτική και υπομονετική ακρόαση του ασθενούς από τον ιατρό του δεν είναι καθόλου εύκολο γεγονός. Χρειάζεται ο ιατρός να μείνει σιωπηλός, προκειμένου να ακούσει όσα έχει να του πει ο ασθενής. Πολυάριθμες μελέτες αποδεικνύουν όμως ότι οι ασθενείς δεν έχουν την ευκαιρία να εκφραστούν λεκτικά ακριβώς επειδή οι ιατροί μιλούν πάρα πολύ. (Bain, D.j.G, 1976. Doctor- patient communication in general practice consultations, Medical education, 10, 125-131). Από τις διάφορες μελέτες που διέφεραν σε σχεδιασμό και υπόβαθρο των ασθενών, βρέθηκε ότι οι ιατροί μονοπωλούσαν κατά κύριο λόγο τη συζήτηση, δηλαδή μιλούσαν πολύ περισσότερο χρόνο σε σύγκριση με τους ασθενείς τους. Παρ’ όλα αυτά είχαν την εσφαλμένη εντύπωση ότι οι ασθενείς ήταν αυτοί που μιλούσαν περισσότερο. (Waitzkin, H, Stoeckle,J.D. 1976. Information control and the micropolitics of health care: Summary of an ongoing research project. Social Science and Medicine, 10, 263-276).
Ο Ιατρός θα πρέπει να επαναφέρει τον ασθενή στο θέμα.
Κάποιες φορές η περιγραφή του ασθενή εκτρέπεται σε υπερβολικές και ανούσιες περιγραφές. Με τον κατάλληλο τρόπο ο ιατρός πρέπει να τον επαναφέρει στο θέμα με την κατάλληλη ερώτηση και χωρίς να παρουσιάσει σημεία αποδοκιμασίας ή κούρασης. Υπάρχουν επίσης πολλοί ασθενείς που υπερβάλλουν όσον αφορά τις δυνητικά επιβλαβείς συνέπειες που έχουν ορισμένες συμπεριφορές τους στην υγεία τους αναλαμβάνοντας μεγαλύτερες ευθύνες από όσες δικαιολογείται συνήθως, θέλοντας έτσι να εξασφαλίσουν την επιδοκιμασία του ιατρού τους.
Μοιάζουν με εκείνον που λέει «είμαι τόσο άσχημος» προσδοκώντας την απάντηση «μα τι λες δεν έχεις καθόλου δίκαιο». Ίσως πάλι διεκτραγωδώντας τις κακές τους συνήθειες σε διατροφή, κάπνισμα, απουσία άσκησης, θέλουν να ακούσουν τον ιατρό τους να τους καθησυχάζει και να τους λέει κάποια ενθαρρυντικά λόγια για να κατασιγάσουν κάποιους φόβους τους. (du Pre, A. Beck, C.S. 1977. “How can I put this?” Exaggerated self- disparagement as alignment strategy during problematic disclosures by patients to doctors. Qualitative Health Research, 7, 478-503).
Η ακρόαση των προβλημάτων έτσι όπως τα περιγράφει γνήσια ο ασθενής έχουν μοναδική αξία.
Είναι μεγάλο λάθος εκ μέρους του ιατρού να ωθεί τον ασθενή στο να επιβεβαιώσει τις δικές του σκέψεις σχετικά με τη διάγνωση. Έχοντας σχηματίσει μια πρώτη εντύπωση, και πιστεύοντας ότι έχει καταλάβει το πρόβλημα του ασθενή του, πολλές φορές τον διακόπτει συνεχώς και με την υποβολή ερωτήσεων τον οδηγεί στο να επιβεβαιώσει τη διάγνωση αυτή. Ο ασθενής από την άλλη πλευρά μπορεί να επιμείνει ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι αλλά κάποιες άλλες φορές μπορεί να υποκύπτει στην καθοδήγηση του ιατρού. Είναι το κύρος αλλά και η επιμονή του ιατρού που τον αναγκάζουν να αποδεχθεί πράγματα που δεν ισχύουν. Όλα αυτά όπως γίνεται αντιληπτό νοθεύουν την σχέση και μεταβάλλουν το πλεονέκτημα της περιγραφής του συμπτώματος εκ μέρους του ασθενούς σε μειονέκτημα.
Είναι σαφές ότι δεν πρέπει να προσαρμόσουμε την περιγραφή του ασθενούς στο συμπέρασμα του ιατρού αλλά το συμπέρασμα στην περιγραφή. Η ακρόαση των προβλημάτων έτσι όπως τα περιγράφει γνήσια και με τις δικές του πολιτιστικές εμπειρίες ο ασθενής έχουν μοναδική αξία. Ο ιατρός δε διορθώνει, διευκρινίζει και προσπαθεί να βοηθήσει την διασάφηση της περιγραφής. Δεν πρέπει να κατευθύνει αλλά να οδηγείται από τον ασθενή του χωρίς να υποκύπτει σε υπερβολές και ασάφειες εκ μέρους του. Το μυστικό της επικοινωνίας είναι η διάθεση να ανακαλύψουν τη διάγνωση μαζί με σεβασμό και ισοτιμία. Γιατί μπορεί ο ιατρός να είναι ο πιο καταρτισμένος σε θέματα υγείας από τους δύο αλλά ο ασθενής γνωρίζει πολύ καλά το πρόβλημά του και θέλει να βρει λύση σε αυτό.