Υποβοηθούμενος θάνατος ή υποβοηθούμενη ζωή; (Εμείς οι θνητοί)

Ένα πολύ αξιόλογο βιβλίο από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης έπεσε τις μέρες αυτές στα χέρια μου. Είναι το βιβλίο «Εμείς οι θνητοί» του Ατούλ Γκαουάντε σε μετάφραση Λύο Καλοβρυνά. Ο συγγραφέας είναι χειρουργός στο Νοσοκομείο Brigham της Βοστώνης και καθηγητής την ιατρική σχολή του Harvard. Το θέμα του δύσκολο και πολύ επίκαιρο. Η Τρίτη ηλικία, η ζωή της, οι δυσκολίες, η πορεία προς το θάνατο. Πολύ χαρακτηριστικός είναι ο υπότιτλος του βιβλίου. «Τα όρια της ιατρικής και τι έχει πράγματι σημασία όταν το τέλος πλησιάζει». Είναι σημαντικός ο προβληματισμός στην εποχή μας, μια εποχή που ο μέσος όρος της ηλικίας έχει αυξηθεί σημαντικά, που τα μέσα της επιστήμης έχουν δώσει δυνατότητες παράτασής της αλλά και μια εποχή που κυριαρχεί ο φόβος του τέλους. Πάντα βέβαια ο άνθρωπος φοβόταν το θάνατο αλλά σήμερα φαίνεται ότι φοβόμαστε πολύ το πως θα φτάσουμε στο θάνατο. Γιατροί, νοσηλευτές, λειτουργοί της υγείας, αλλά και οι ίδιοι οι ασθενείς και το περιβάλλον τους στεκόμαστε με δέος μπροστά στο ότι είμαστε θνητοί. Και αυτό δε σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι συνειδητοποιούμε μόνο ότι θα πεθάνουμε. Η θνητότητα κρύβει μέσα της τη φθορά, την έκπτωση των δυνάμεων, την εξασθένηση και την μαρτυρική πολλές φορές πορεία προς το τέλος.

Όπως λέει ο συγγραφέας του βιβλίου «έμαθα πολλά στην Ιατρική Σχολή, αλλά σίγουρα δεν έμαθα τίποτα για τη θνητότητα […] τα εγχειρίδια της σχολής δεν ανέφεραν σχεδόν τίποτα για τα γηρατειά, την ανημπόρια που τα συνοδεύει ή τη διαδικασία του θανάτου. Τίποτα για το πως εκτυλίσσεται αυτή η διαδικασία, πως οι άνθρωποι βιώνουν το τέλος της ζωής τους και πως αυτή η ιστορία επηρεάζει τους δικούς τους ανθρώπους- όλα τούτα φαίνονταν περιττά. Σκοπός της ιατρικής εκπαίδευσης, όπως το βλέπαμε εμείς ως φοιτητές αλλά και όπως το έβλεπαν οι καθηγητές μας ήταν να μάθουμε να σώζουμε ζωές, όχι να διαχειριζόμαστε το θάνατο». (σελ. 13- 14). Αναδύονται λοιπόν  μια σειρά από θέματα που αποτελούν τον πυρήνα της βιοηθικής και που σχετίζονται με την πορεία προς το θάνατο. Θα προσπαθήσουμε να μοιραστούμε κάποιους προβληματισμούς που σχετίζονται με αυτά.

Ένα από τα θέματα που απασχολούν τις σύγχρονες Δυτικές κοινωνίες είναι το θέμα του υποβοηθούμενου θανάτου ή για να είμαστε πιο σαφείς της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. Ασθενείς με σοβαρά προβλήματα υγείας, ανίατες νόσους ή τα τελευταία χρόνια απλά ανήμποροι λόγω ηλικίας, επιλέγουν τον υποβοηθούμενο θάνατο. Αυτοκτονούν δηλαδή με τη βοήθεια της επιστήμης και την αρωγή του κράτους. Χώρες όπως η Ολλανδία ή η Ελβετία, με υψηλό οικονομικό επίπεδο, έχουν θεσπίσει νόμους για συνταγογράφηση θανατηφόρων φαρμάκων σε πολλές κατηγορίες ανθρώπων. Υπάρχουν μάλιστα και ειδικές κλινικές που βοηθούν τους ανθρώπους να επιτύχουν τον «ανώδυνο θάνατο». Υπάρχουν βέβαια κάποιες προϋποθέσεις γι’ αυτό. Αντιγράφουμε από τη σελίδα 309 του βιβλίου: « Εκεί που επιτρέπεται στους γιατρούς να γράφουν θανατηφόρες συνταγές- σε χώρες όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο και η Ελβετία, και σε αμερικανικές Πολιτείες όπως το Όρεγκον, η Ουάσιγκτον και το Βερμόντ- οι γιατροί μπορούν να το κάνουν μόνο για ενήλικες ασθενείς τελικού σταδίου, υπό τους εξής όρους: πρώτον οι ασθενείς αντιμετωπίζουν αβάσταχτο πόνο, δεύτερον έχουν υποβάλλει επανειλημμένα αιτήσεις σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, τρίτον υπάρχει βεβαίωση από ψυχίατρο ότι η ενέργειά τους δεν οφείλεται σε κατάθλιψη ή ψυχική νόσο και τέταρτον ένας άλλος γιατρός βεβαιώνει ότι πληρούν τα κριτήρια».

Είναι όμως απλώς τεχνικό το θέμα; Μπορεί κάποιος να οδηγείται στο θάνατο μόνο γιατί πληροί κάποια υποκειμενικά κριτήρια; Το ζήτημα είναι σοβαρό. Ο πόνος στις μέρες μας είναι ασφαλώς κάτι που τρομάζει τον άνθρωπο γιατί είναι κάτι που θρυμματίζει τη ζωή άνεσης και ευμάρειας που αποτελεί το ιδανικό του. Αν δε μπορεί κάποιος να ζει άνετα καλύτερα να μη ζει καθόλου. Αυτός είναι ο τρόπος που σκέπτονται οι περισσότεροι σήμερα. Όμως η ζωή δεν είναι μόνο άνεση είναι κυρίως αγώνας και θυσία. Και ο πόνος και οι δυσκολίες έχουν συχνά παιδευτικό σκοπό. Ο άνθρωπος μέσα από τις αντιξοότητες του βίου του ωριμάζει, εξελίσσεται πνευματικά και αποκτά μια πιο ουσιαστική θέαση της ζωής. Είναι πολλοί που μέσα από δυσκολίες και προβλήματα βρήκαν τον εαυτό που είχαν χάσει μέσα στην άνεση και την αμεριμνησία.

Τότε λοιπόν να επιδιώξουμε τον πόνο; Δε χρειάζεται. Σίγουρα κάπου θα μας βρει αυτός. Δε χρειάζεται να τον επιδιώκουμε αλλά να τον αξιοποιούμε. Και να προσπαθούμε εκεί που ξεπερνά τα όρια να τον αντιμετωπίζουμε. Το σύστημα υποβοηθούμενου θανάτου εφαρμόζεται πολλά χρόνια. Ποια είναι τα αποτελέσματά του; Την απάντηση τη δίνει ο συγγραφέας. «Ας δούμε λόγου χάρη την Ολλανδία: το σύστημα υφίσταται εδώ και δεκαετίες, δε συνάντησε σοβαρές αντιδράσεις και η χρήση του έχει αυξηθεί σημαντικά. Το 2012, 1 στους 35 Ολλανδούς που πέθαναν έχει προστρέξει στην υποβοηθούμενη αυτοκτονία. Όμως το γεγονός αυτό δε δείχνει επιτυχία. Φανερώνει αποτυχία. Στο κάτω κάτω, απώτερος στόχος μας δεν είναι ένας καλός θάνατος αλλά μια καλή ζωή ίσαμε την τελευταία στιγμή. Οι Ολλανδοί έχουν καθυστερήσει σε σχέση με άλλες χώρες να αναπτύξουν προγράμματα παρηγορητικής φροντίδας, που ίσως να εξασφάλιζαν αυτή την καλή ζωή. Ένας πιθανός λόγος είναι ότι το σύστημα υποβοηθούμενου θανάτου που διαθέτουν ίσως ενισχύει την πεποίθηση ότι το να μειώσουμε τα βάσανα και να βελτιώσουμε τη ζωή με άλλες μεθόδους δεν είναι πλέον κάτι εφικτό όταν ένας άνθρωπος γίνεται ανήμπορος ή αρρωσταίνει βαριά.[…] Ωστόσο είναι αρνητικό για ολόκληρη την κοινωνία αν το να παρέχουμε αυτή τη δυνατότητα μας απομακρύνει από το να βελτιώσουμε τη ζωή των ασθενών. Η υποβοηθούμενη διαβίωση είναι πολύ δυσκολότερη από τον υποβοηθούμενο θάνατο, αλλά ταυτόχρονα προσφέρει απείρως περισσότερες δυνατότητες.» (σελ. 309-310)

Ακόμη και για ανθρώπους που πιστεύουν ότι τα πάντα τελειώνουν στο κατώφλι του θανάτου προκύπτει ένας προβληματισμός: «είναι προτιμότερος ένας πρόωρος ανώδυνος θάνατος ή η προσπάθεια για ένα αξιοπρεπές τέλος»; Φοβάμαι ότι πολλές κοινωνίες ζαλισμένες από την άνεση και την καλοπέραση βιάστηκαν να απαντήσουν. Πρέπει σίγουρα να το ξανασκεφτούμε.