Συμπεριφορά ασθενών με ιατρούς
Είναι πολύ σημαντικό για τον ασθενή να θέτει ερωτήσεις στον ιατρό του που μπορούν να διευκρινίσουν σημαντικά θέματα σχετικά με το προς επίλυση πρόβλημα και να βοηθήσουν στην κατανόηση τρόπων για τη θεραπευτική στρατηγική που θα ακολουθηθεί.
Οι ασθενείς ζητούν εξηγήσεις ή διευκρινήσεις;
Όμως φαίνεται ότι σπάνια οι ασθενείς ζητούν εξηγήσεις ή διευκρινήσεις και στην πραγματικότητα υποβάλλουν πολύ λίγες ερωτήσεις. Σε γενικές γραμμές δεν εκφράζουν στους ιατρούς την επιθυμία τους να λάβουν περισσότερες πληροφορίες από αυτές που τους παρέχονται και σπάνια παραδέχονται ότι δεν έχουν κατανοήσει κάτι. Σύμφωνα με μελέτες που έχουμε επικαλεστεί σε προηγούμενα άρθρα μας αποδεικνύεται του λόγου το αληθές. Οι ασθενείς που έλαβαν μέρος σε αυτές τις μελέτες αφιέρωσαν λιγότερο από το 7% του χρόνου της αλληλεπίδρασής τους με τον ιατρό στην υποβολή οποιωνδήποτε ερωτήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ερωτήσεων που αφορούσαν συγκεκριμένα προβλήματα υγείας και ζητήματα της θεραπείας.
Όπως φαίνεται από μία μελέτη (Wailtzkin, H., Cabrera, A., Arroyo de Cabrera, E., Radlow, M. et al 1996. Patient- doctor communication in cross- national prospective, Medical Care, 34, 641-671.) Oι ασθενείς υπέβαλαν κατά μέσο όρο 1,5 ερώτηση ανά ιατρική επίσκεψη, ενώ οι ιατροί έθεταν αντίστοιχα 27,3 ερωτήσεις. Σε περίπτωση που συμβεί κάποια παρανόηση, οι ασθενείς έχουν την τάση να μη διορθώνουν τους ιατρούς τους, ακόμη και όταν αυτοί εμφανώς παρερμηνεύουν μια πληροφορία που άκουσαν. Εκτός αυτού, ούτε καν αμφισβητούν με ευγένεια κάτι που οι ιατροί διατυπώνουν εσφαλμένα και δεν απαιτούν περισσότερες διευκρινήσεις όταν οι ιατροί δεν είναι αρκετά σαφείς. Οι ασθενείς συνήθως διστάζουν να φανερώσουν την άγνοιά τους ή να δείξουν ότι δυσπιστούν απέναντι στο κύρος και τις γνώσεις του ιατρού. (Di Matteo M.R., Martin L.R., 2011, Εισαγωγή στην ψυχολογία της Υγείας, Αθήνα, Πεδίο).
Γιατί οι ασθενείς δεν ερωτούν;
Η επεξήγηση θεμάτων που αφορούν τη διάγνωση και τη θεραπεία είναι απαραίτητα, είναι όμως αξιοπαρατήρητο το γιατί οι ασθενείς διστάζουν να θέσουν ερωτήματα . Η σημασία του να θέτει κάποιος ερωτήσεις αφορά όχι μόνο την καλύτερη και αποτελεσματικότερη ενημέρωσή του αλλά και τη επίδειξη εκ μέρους του διάθεσης να συμμετάσχει ενεργητικά στην αντιμετώπιση του προβλήματός του. Αυτό μπορεί να κρύβει δύο πλευρές.
Η μία είναι ότι αφήνει τον παθητικό ρόλο και παίρνει σε μεγάλο βαθμό την επίλυση της ασθένειάς του ενεργητικά στα χέρια του. Θέλει να προσπαθήσει δυναμικά για τη θεραπεία του. Η άλλη ότι θέλει οι αποφάσεις που θα λάβει ο ιατρός να είναι αποτέλεσμα κοινής συζήτησης και ενεργοποίησης. Οι ιατροί έχουν την τάση όπως ήδη έχουμε επισημάνει να έχουν την απόλυτη ευθύνη σε όποια απόφαση ληφθεί. Όταν ένας ασθενής είναι παθητικός και μη διεκδικητικός, αφήνει όλη την ευθύνη για την ανάκτηση της υγείας του στα χέρια του ιατρού. Αυτό κρύβει πολλά προβλήματα γιατί πολλές φορές οι στόχοι των ιατρών και οι στόχοι των ασθενών σε ότι αφορά τη ιατρική φροντίδα δε συμπίπτουν. Οι ασθενείς πρέπει να είναι πάντα σε εγρήγορση, να είναι διεκδικητικοί και να εκφράζουν τις απορίες και τα ερωτήματά τους ώστε με αυτό τον τρόπο να υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους.
Δεν πρέπει να υπάρχει κλίμα ανταγωνισμού μεταξύ ιατρού και ασθενούς.
Δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να υπάρχει βέβαια κλίμα ανταγωνισμού μεταξύ ιατρού και ασθενούς στην αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας του δεύτερου. Όπως έχουμε κατ’ επανάληψη τονίσει τα δύο μέρη με εμπιστοσύνη και αλληλοκατανόηση βρίσκουν τον κοινό τόπο για να δοθούν οι επωφελέστερες και πιο ανώδυνες λύσεις. Πρέπει πάντως όσα αφορούν τον ασθενή να περνούν και από τη δική του κρίση και έγκριση. Δεν έχει σημασία το ότι αγνοεί τις ειδικές τεχνικές παραμέτρους. Πρέπει να προσπαθήσει με απλό τρόπο να τις κατανοήσει γιατί αφορούν τη ζωή και την υγεία του. Αν μπορέσει επί της ουσίας να μπει στον πυρήνα του προβλήματος και τους επιδιωκόμενους στόχους για τις παρεμβάσεις που θα γίνουν έχει κάνει ένα πολύ σημαντικό βήμα για την αντιμετώπιση και αποκατάσταση του. Κάποιοι ασθενείς θεωρούν ίσως ότι πολύ λίγα πράγματα μπορούν να συνεισφέρουν στην επίλυση του προβλήματος.
Οι ασθενείς πρέπει να είναι διεκδικητικοί και υποβάλλουν ερωτήσεις.
Όμως φαίνεται ότι οι ασθενείς που είναι διεκδικητικοί και υποβάλλουν περισσότερες ερωτήσεις και είναι πιο εκδηλωτικοί όσον αφορά τα συναισθήματά τους κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, λαμβάνουν ουσιαστικά περισσότερες πληροφορίες από τους ιατρούς τους σε σύγκριση με όσους παραμένουν παθητικοί και δεν εμπλέκονται στην όλοι διαδικασία. (Putman, S.M. Stiles, W.B. 1993. Verbal exchanges in medical interviews: implications and innovations. Social Science and Medicine, 36, 1597- 1604).
Αν η επιθυμία του ασθενούς να ενημερωθεί και να συναποφασίσει σχετικά με το πρόβλημα της υγείας του προσκρούσει στην αντίδραση του ιατρού και με τον τρόπο του ο τελευταίος σαμποτάρει την προσπάθεια, είναι στη διακριτική ευχέρεια του ασθενούς να λάβει αποφάσεις και να προσδιορίσει την πορεία της σχέσης τους. Θα πρέπει ο ασθενής με διακριτικότητα και ευγένεια να θέσει το πρόβλημα στον ιατρό και με δυναμικό αλλά και αποφασιστικό τρόπο, να απαιτήσει να αλλάξει ο τρόπος διαχείρισης των πραγμάτων. Με θετικό τρόπο μπορούν να συζητηθούν όλα και αν ο ιατρός επιμείνει σε μονόπλευρη διαχείριση των πραγμάτων ίσως θα μπορούσε να γινεί μια νέα επιλογή ιατρού.
Οι ασθενείς δεν θα πρέπει να προσπαθούν να επιβάλουν το δικό τους τρόπο σκέψης στον ιατρό.
Από τη άλλη πλευρά υπάρχουν ασθενείς, συνήθως ισχυροί σε επαγγελματικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο που με τις παρεμβάσεις τους προσπαθούν να επιβάλουν το δικό τους τρόπο σκέψης στον ιατρό. Έτσι ο ιατρός γίνεται όμηρος του ισχυρού ασθενούς του και αυτό τελικά αποβαίνει προς ζημία του τελευταίου. Ο ιατρός μπορεί σαφέστατα και πρέπει να συνεργάζεται αλλά όχι να υποκαθίσταται από τον ασθενή του. Είναι θέμα προσωπικότητας και των δύο αλλά και βασικών αρχών τους, όμως είναι αμφότεροι συνυπεύθυνοι ώστε η συνεργασία να είναι καλή για να υπάρξει και άριστο αποτέλεσμα.