Ένα πρόβλημα στην επικοινωνία ασθενούς- ιατρού.
(Ασθενείς και πληροφορίες ιατρών). Ένα σοβαρό πρόβλημα στην επικοινωνία ασθενούς- ιατρού είναι ότι οι πρώτοι ξεχνούν αρκετά στοιχεία από αυτά που τους δίνουν οι ιατροί κατά τη διάρκεια των επισκέψεων. Σε μια μελέτη διαπιστώθηκε πως σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την επίσκεψη σε ένα ιατρό, οι ασθενείς δε μπορούσαν να ανακαλέσουν στη μνήμη τους το ένα τρίτο όσων αναφέρθηκαν κατά τη διάρκεια της επίσκεψης (Ley, P. Spelman, M.S. 1965. Communication in an outpatient setting. British Journal of Social and Clinical Psychology, 4, 114-116).
Πιο συγκεκριμένα, ξεχνούσαν το 56% των οδηγιών και το 48% των πληροφοριών σχετικά με τη θεραπεία. Σε μια μεταγενέστερη έρευνα ( Ley, P 1979. Memory for medical information. British Journal of Social and Clinical Psychology, 18, 245- 255.) φάνηκε ότι οι ασθενείς είχαν την τάση να λησμονούν πιο πολλά στοιχεία όταν τους παρουσιαζόταν μεγάλος όγκος πληροφοριών, όταν οι ιατρικές γνώσεις τους ήταν περιορισμένες και όταν το άγχος τους ήταν έντονο.
Σημαντικό στοιχείο είναι ότι η ανάκληση πληροφοριών δε σχετίζονται με την ηλικία των ασθενών. Σε μια μελέτη που οι ασθενείς χωρίστηκαν σε δύο ομάδες η μία μικρότερης (18- 44 ετών) ηλικίας και η άλλη μεγαλύτερης (60- 82 ετών) ηλικίας, βρέθηκε ότι οι πρώτοι ανακαλούσαν ως ένα βαθμό περισσότερες ιατρικές πληροφορίες αμέσως μετά την επίσκεψη, αλλά στις περαιτέρω αξιολογήσεις μετά από μία εβδομάδα και μετά από ένα μήνα φάνηκε ότι και οι δύο ομάδες ανακαλούσαν τον ίδιο αριθμό πληροφοριών (McGuire, L.C., 1996. Remembering what the doctor said: Organizations and adults’ memory for medical information. Experimental Aging Research, 26, 4112- 430).
Οι ασθενείς ξεχνούν στοιχεία που τους δίνουν οι ιατροί.
Σύμφωνα με το αποτέλεσμα άλλων ερευνών φαίνεται ότι το είδος και ο όγκος των πληροφοριών που οι ασθενείς ξεχνούν, παρουσιάζουν μια σχετική σταθερότητα. Συγκεκριμένα όσο περισσότερες πληροφορίες παρέχονται σε ένα ασθενή, τόσο μεγαλύτερο μέρος τους δε μπορεί να θυμηθεί στη συνέχεια. Επιπλέον παρόλο που οι ασθενείς ξεχνούν γενικά πολλά από όσα τους αναφέρει ένας ιατρός, έχουν την τάση να ξεχνούν ευκολότερα τις οδηγίες και τις συμβουλές σε σχέση με άλλου είδους πληροφορίες, γεγονός που μπορεί να διαφωτίσει το πρόβλημα της μη συμμόρφωσής τους προς τη θεραπεία. Έχει διαπιστωθεί ότι οι ασθενείς θυμούνται καλύτερα τα στοιχεία που θεωρούν οι ίδιοι πιο σημαντικά, όπως επίσης τα στοιχεία που τους αναφέρονται πρώτα (Ley, P. 1979).
Οι ασθενείς με άγχος ξεχνούν πιο εύκολα.
Ένας παράγοντας που παίζει ρόλο στο ποσοστό των πληροφοριών που οι ασθενείς μπορούν να ανακαλέσουν στη μνήμη τους εξαρτάται από το επίπεδο του άγχους τους. Το μέτριο επίπεδο άγχους διευκολύνει την καλύτερη ανάκληση των πληροφοριών αλλά αν το επίπεδο αυτό είναι πολύ υψηλό ή πολύ χαμηλό, τότε ο ασθενής είναι πιθανό να λησμονήσει αρκετά στοιχεία. Επίσης όσες περισσότερες γνώσεις στο αντικείμενο έχει ο ασθενής, τόσα περισσότερα στοιχεία θυμάται ίσως γιατί υπάρχει ένα υπόβαθρο πάνω στο οποίο μπορεί να στηριχθεί. Ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από τις μελέτες είναι ότι όταν οι ασθενείς γνωρίζουν καλά τους ιατρούς τους μπορούν να θυμούνται πολύ περισσότερα στοιχεία της συζητήσεως και των οδηγιών που τους έχουν δοθεί.
Το αντίθετο συμβαίνει όταν ο ιατρός είναι άγνωστος ή όταν ο ασθενής αλλάζει συχνά ιατρούς. (Heffer, R.W. Worchel- Prevatt, R. Rae, W.A. Lopez, M.A. et al. 1997. The effects of oral versus written instructions on parents’ recall and satisfaction after pediatric appointments. Journal of Developmental and Behavioral Pediatrics, 18, 377-382).
Αν ιατρός και ασθενής γνωρίζονται, οι ασθενείς θυμούνται περισσότερα.
Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι όταν ιατρός και ασθενής γνωρίζονται καλά μεταξύ τους, τότε ο ιατρός γνωρίζει το επίπεδο των γνώσεων του ασθενούς με αποτέλεσμα να ξέρει πως να τον προσεγγίσει. Γνωρίζει τον τρόπο, τη γλώσσα, τα παραδείγματα που θα αναφέρει για να γίνει πιο γλαφυρός ακόμη και τον τόνο της ομιλίας που θα χρησιμοποιήσει. Μια ακόμη σκέψη για να ερμηνευτεί το φαινόμενο είναι ότι όταν ο ασθενής γνωρίζει καλά τον ιατρό του είναι πιθανό να βιώνει λιγότερο άγχος με αποτέλεσμα να μη διασπάται η προσοχή του, αλλά να συγκεντρώνεται στις οδηγίες που του δίνονται.
Προφορική και γραπτή παροχή πληροφοριών από τον ιατρό.
Φαίνεται ότι ο καλύτερος συνδυασμός είναι η προφορική και γραπτή παροχή πληροφοριών εκ μέρους του ιατρού. Η μεμονωμένη γραπτή πληροφορία δε βοηθά γιατί ο ασθενής δυσκολεύεται να ερμηνεύσει το γραπτό κείμενο αν δεν έχει κατανοήσει το νόημά του. Πρώτα πρέπει ο ιατρός να εξηγήσει αναλυτικά, στη συνέχεια να γράψει και τέλος να ερμηνεύσει με βάση την αρχική του αναφορά τα όσα έχει γράψει. Ακόμη και σχήματα ή εικόνες μπορεί να χρησιμοποιηθούν. Φαίνεται ότι ο συνδυασμός των τεχνικών μπορεί να αυξήσει σημαντικά το ποσοστό κατανόησης.
Σε μια μελέτη σε σχέση με τις οδηγίες που θα έπρεπε να ακολουθηθούν για μια εμπύρετη φλεγμονή του στόματος η χρήση του συνδυασμού αύξησε την ανάκληση των πληροφοριών από το 14% σε 85% (Houts, P.S. Bachrach, R. Witmer, J.T. Tringali, C.A. et.al. 1998. Using pictographs to enhance recall of spoken medical instructions. Patient Education and Conseling, 35, 83-88).
Ποιους ιατρούς πρέπει να επιλέγουν οι ασθενείς.
Κατόπιν όλων αυτών είναι σαφές ότι οι ασθενείς θα πρέπει να επιλέγουν ιατρούς που να έχουν τόσο γνώσεις και τεχνικές ικανότητες, όσο και επικοινωνιακές δεξιότητες. Πρόκειται για μια επιλογή προσαρμοσμένη στις σύγχρονες απαιτήσεις. Τα αποτελέσματα κλινικών αλλά και εμπειρικών μελετών έχουν δείξει ότι η καλή άσκηση της ιατρικής περιλαμβάνει την εφαρμογή έγκυρων ιατρικών πρακτικών, τον αποδοτικό διάλογο και την προσεκτική ακρόαση. Επιπλέον, έχει θεραπευτική αξία η προσπάθεια αποφυγής της αβεβαιότητας, του πανικού και της απελπισίας που είναι πιθανό να βιώσει ένας ασθενής όταν η επικοινωνία είναι ελλιπής και δεν κατανοεί ποια είναι η κατάσταση της υγείας του.
Είναι επίσης χρήσιμο να θυμόμαστε ότι οι λέξεις μπορούν να λειτουργήσουν καθησυχαστικά, καθώς ο αντίκτυπος τους είναι συνήθως ισχυρός. Ωστόσο εξίσου σημαντικά είναι και τα μη λεκτικά μηνύματα με τα οποία θα ασχοληθούμε σε επόμενα άρθρα μας. (Di Matteo M.R., Martin L.R., 2011, Εισαγωγή στην ψυχολογία της Υγείας, Αθήνα, Πεδίο).