“Εμείς οι θνητοί” του Ατούλ Γκαουάντε.
Ξαναγυρίζοντας στους προβληματισμούς που μας δημιούργησε το βιβλίο “Εμείς οι θνητοί” του Ατούλ Γκαουάντε σε μετάφραση Λύο Καλοβυρνά από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, θα μας απασχολήσει η γήρανση του πληθυσμού όπως αυτή βιώνεται από τον καθένα προσωπικά αλλά και από το κοινωνικό σύνολο γενικά. Ο συγγραφέας εισάγει τη συζήτηση με μια προσωπική εμπειρία: «Ο πατέρας του πατέρα μου έζησε παραδοσιακά γηρατειά, τα οποία φαίνονται ειδυλλιακά στα μάτια ενός Δυτικού. […] Περπατούσε με μπαστούνι, καμπουριάζοντας σαν γερτό στάχυ. Δυσκολευόταν τόσο πολύ ν’ ακούσει, που οι άλλοι ήταν αναγκασμένοι να φωνάξουν σ’ ένα λαστιχένιο χωνί μες στ’ αυτί του. Ήταν αδύναμος και κάποιες φορές χρειαζόταν βοήθεια για να σηκωθεί όρθιος. Αλλά ήταν αξιοπρεπέστατος, φορούσε ένα σφιχτά τυλιγμένο λευκό τουρμπάνι, μια σιδερωμένη καφετιά, ζακάρ ζακέτα και παλιομοδίτικα γυαλιά με χοντρούς φακούς […] Ήταν συνέχεια περιστοιχισμένος από συγγενείς που τον σέβονταν βαθιά- όχι παρά την ηλικία του αλλά εξαιτίας της. Τον συμβουλεύονταν για κάθε σημαντικό ζήτημα- γάμους, κτηματικές διαφορές, επιχειρηματικές αποφάσεις- και είχε τιμητική θέση στην οικογένεια. Όταν τρώγαμε τον σερβίραμε πάντα πρώτο […] Στην Αμερική σχεδόν σίγουρα θα τον βάζαμε σε γηροκομείο. Οι επαγγελματίες του τομέα υγείας χρησιμοποιούν ένα επίσημο σύστημα ταξινόμησης όσον αφορά το επίπεδο λειτουργικότητας κάθε ατόμου. Αν δε μπορείς χωρίς βοήθεια να πηγαίνεις στην τουαλέτα, να τρως, να ντύνεσαι, να πλένεσαι, να χτενίζεσαι, να σηκώνεσαι απ’ το κρεβάτι, να σηκώνεσαι από μια καρέκλα και να περπατάς- οι οχτώ «Βασικές Δραστηριότητες Καθημερινής Ζωής»- τότε θεωρείσαι ανίκανος για σωματική ανεξαρτησία […] Αν ζούσε στη Δύση (ο παππούς μου) ο γιατρός του θα επέμενε να τον κλείσουν στο γηροκομείο. Αλλά στον προνεωτερικό κόσμο του παππού μου, το πως ήθελε να ζήσει ήταν δική του επιλογή και ρόλος της οικογένειάς του ήταν να κάνει την επιλογή αυτή εφικτή». (σελ. 31-33).
Οι ηλικιωμένοι και ανήμποροι αποτελούν ένα τεράστιο πρόβλημα για μια κοινωνία που πρότυπό της έχει την υγεία και τη δύναμη. Όταν κάποιος τελειώσει την προσφορά του στην κοινωνία και την οικογένεια αρχίζει να γίνεται βάρος στους δικούς του και το κράτος. Ιδιαίτερα όταν ο μέσος όρος της ζωής συνεχώς αυξάνεται χωρίς όμως να μειώνονται τα κινητικά και νοητικά προβλήματα των ηλικιωμένων τότε το πρόβλημα λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις. Ο ηλικιωμένος επηρεάζει το πρόγραμμα της οικογένειας. Οι δραστηριότητες, οι διακοπές, οι διάφορες επιλογές χρειάζεται πρώτα να λάβουν υπ’ όψιν τους αυτή την παράμετρο. Και αυτό πολλές φορές αποκαλύπτει μειωμένες ανοχές και αντοχές και οδηγεί σε μονομερείς αποφάσεις από τους νεότερους και κοινωνικά δραστήριους.
Για το κράτος από την άλλη πλευρά είναι ένας πονοκέφαλος γιατί απαιτείται σχεδιασμός και οργάνωση, πόροι και συνεργασία με τις οικογένειες. Όλα αυτά πολύ δύσκολα ακόμη και για τις οργανωμένες και οικονομικά εύρωστες κοινωνίες. Κοινή λύση για τις δύο πλευρές η μοναχική διαβίωση των ηλικιωμένων ή ο ιδρυματισμός ερήμην της θέλησής τους. Στο βιβλίο που μας δίνει την αφορμή για συζήτηση διαβάζουμε: «Ενώ στην Αμερική των αρχών του 20ου αιώνα το 60% των ανθρώπων άνω των 60 ετών ζούσαν με κάποιο παιδί τους, τη δεκαετία του 1960 αυτό το ποσοστό είχε πέσει σε μόλις 15%. Αυτό το μοτίβο παρατηρείται παγκοσμίως. Μόλις το 10% των Ευρωπαίων άνω των 80 ζουν με τα παιδιά τους και σχεδόν οι μισοί ζουν τελείως μόνοι τους, χωρίς σύζυγο. Στην Ασία όπου η ιδέα του να αφήσεις ένα ηλικιωμένο γονιό να ζήσει μόνος του θεωρείται παραδοσιακά μεγάλη ντροπή – όπως το έβλεπε ο πατέρας μου- συντελείται και εκεί η ίδια ριζοσπαστική μετατόπιση. Στην Κίνα, την Ιαπωνία και την Κορέα, οι εθνικές στατιστικές δείχνουν ταχύτατη αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων που ζουν μόνοι τους». (σελ. 39-40).
Κι όταν ο ηλικιωμένος βάσει των κριτηρίων που προαναφέραμε δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί οδηγείται από την οικογένεια ή την κοινωνική υπηρεσία, στο γηροκομείο. Σε κάθε περίπτωση χάνει πλέον την αυτονομία του και αντιμετωπίζεται ως ένα περιθωριακό πρόσωπο που έχει ουσιαστικά αποβληθεί από την οικογενειακή και κοινωνική ζωή. Και αυτή η απομάκρυνση δεν αντισταθμίζεται από τις παροχές του ιδρύματος στο οποίο φιλοξενείται. Είναι γνωστή η κατάσταση των κρατικών κοινωνικών δομών στη χώρα μας. Αλλά και όταν τις αναλαμβάνουν ιδιώτες ή ακόμη καλύτερα σε άλλες χώρες της Δύσης που πληρούν πολύ ικανοποιητικές προδιαγραφές το βασικό πρόβλημα δε λύνεται.
Λέει ο συγγραφέας και μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους: « Το μόνο που ζητούμε είναι να μας επιτραπεί να συνεχίσουμε να γράφουμε τη δική μας ιστορία, μια ιστορία που συνεχώς ξαναγράφεται. Κατά την πορεία της ζωής μας, ίσως να αντιμετωπίσουμε αδιανόητες δυσκολίες. Οι έγνοιες μας και οι επιθυμίες μας μπορεί να αλλάξουν. Ωστόσο ότι κι αν συμβεί θέλουμε να διατηρήσουμε την ελευθερία να διαμορφώσουμε τη ζωή μας με τρόπο συνεπή προς τον χαρακτήρα και τις πεποιθήσεις μας. Αυτός είναι ο λόγος που οι προδοσίες του σώματος και του μυαλού μας οι οποίες απειλούν να αφανίσουν το χαρακτήρα και τη μνήμη μας, ανήκουν πάντα στα πιο φριχτά μαρτύρια που μπορούν να μας ταλανίσουν. Η μάχη που δίνουμε εμείς οι θνητοί ενάντια στη θνητότητά μας είναι η μάχη για να διατηρήσουμε την αξιοπρέπεια της ζωής μας- να μη διαλυθούμε, να μην αποδυναμωθούμε, να μην καταπέσουμε τόσο πολύ ώστε αυτό που είμαστε να μην έχει σχέση με ότι ήμασταν ή με ότι θέλουμε να είμαστε. Η αρρώστια και το γήρας κάνουν πολύ δύσκολο τούτο τον αγώνα. Δεν χρειάζεται να τον κάνουν ακόμα χειρότερο οι επαγγελματίες και τα ιδρύματα στα οποία αποτεινόμαστε. Αν μη τι άλλο, πάντως, έχουμε μπει σε μια εποχή στην οποία ολοένα και περισσότεροι επαγγελματίες υγείας πιστεύουν πλέον ότι δουλειά τους δεν είναι να περιορίζουν τις επιλογές των ανθρώπων στο όνομα της ασφάλειας, αλλά να τις διευρύνουν στο όνομα μιας ζωής με ουσιαστική αξία». (σελ. 184).
Το θέμα των ηλικιωμένων και της φροντίδας του έχει σημαντικές προεκτάσεις και αποδεικνύει το επίπεδο του πολιτισμού και της ποιότητάς μας. Για κάποιες ακόμη σκέψεις παραπέμπω στο βιβλίο μου «20 χρόνια στην Εντατική» Εισαγωγή και 1ο– 4ο κεφάλαιο.