Βαρδιάνος στα σπόρκα, ένα επίκαιρο διήγημα του…1893. (ή πόσο μόνοι μείναμε το 2020).

) Βαρδιάνος στα σπόρκα του Παπαδιαμάντη

Βαρδιάνος στα σπόρκα του Παπαδιαμάντη

(Βαρδιάνος στα σπόρκα του Παπαδιαμάντη) Διάβασα αυτές τις μέρες, τις περίεργες, κάποια διηγήματα του Παπαδιαμάντη (γυρίζουμε πάντα τις δύσκολες ώρες στις ρίζες μας και την παράδοσή μας) και στάθηκα σε ένα πολύ επίκαιρο, το «Βαρδιάνος στα σπόρκα» γραμμένο το 1893. Επίκαιρο, θα ρωτήσει κάποιος, γραμμένο πριν 130 σχεδόν χρόνια; Επίκαιρο κι ελεγκτικό θα έλεγα για όλους μας. Ο Βαρδιάνος στα σπόρκα διηγείται την ιστορία της γρια- Σκεύως, πού μεταμφιέζεται σε άντρα και γίνεται βαρδιάνος (φύλακας) στα σπόρκα (μολυσμένα  καράβια που μεταφέρουν ασθενείς με χολέρα), προκειμένου να σώσει το γιο της. Ιστορικός πυρήνας του διηγήματος είναι η χολέρα που έπληξε την Ευρώπη το 1865 και τα αυστηρά μέτρα προφύλαξης που έλαβε τότε η ελληνική κυβέρνηση.

Γράφει ο Παπαδιαμάντης:

«π τς σπέρας κείνης, καθ ν θεια-Σκεύω, πιστρέφουσα π τν οκίαν τς Γερακίνας, κουσε τ δυσοίωνον γγελμα, τ ποον τς στειλεν ν τ ώρ κα συνειδήτ σκληρότητί του ν παιδίον π μίαν βάρκαν: «Θεια-Σκεύω Σαβουρόκοφα! γυιός σου εναι ρρωστος στν Τσουγκρι π χολέρα…», Σκεύω δν κουσε πλέον λλην φωνν ατν κα μόνην, τν ντηχοσαν ες τ νδόμυχά της, κα χαραχθεσαν μ πυρίνους χαρακτρας π τς μητρικς καρδίας· κα δν ζησε πλέον λλην ζωήν, τν συνεχομένην μ τν ζων κα μ τν θάνατον το υο της, κα ντανακλωμένην π τν κινδυνεύουσαν παρξιν κείνου.

πανλθεν, ρημη, ες τ σπιτάκι της. Πς ηρε τν δρόμον; Πο πάτησεν; π πο πέρασε; Ποος νθυμετο; νοιξε τν θύραν της. Πς μπόρεσε ν γυρίσ τ κλειδ ες τν κλειδότρυπαν; Εσλθε. Πς δν πεσεν ες τν μέσην το δρόμου;

γονάτισεν μπρς ες τν Παναγίτσαν της, τν μικρν σημωμένην Παναγίτσαν, τν σην μ τ τρυφερν κα λευκν μέτωπον τριετιζούσης θας κόρης. γονάτισεν μπρς ες τν ι-Νικόλα της, κενον στις πρξε συνταξιδιώτης το νδρός της ες τ ταξίδια, συγκολυμβητς κα σωτρ ες τ ναυάγια. κράτησε τ μέτωπόν της μ τς δύο χερας δι ν μν κραγ, τος κροτάφους της δι ν μ ραγισθον, τν καρδίαν της δι ν μ σταματήσ. δοκίμασε ν κάμ τ σημεον το Σταυρο, κα χείρ της δεξι το μολυβδίνη. δοκίμασε ν επ τ «Κύριε ησο Χριστέ», κα γλσσά της δν γύριζε, κα τ χείλη της δν κινοντο, μόνον ννοια τς προσευχς σχηματίζετο ετυχς ες τν νον της. Ετα φκεν αφνης μίαν κραυγήν, κα ρχισαν ν τρέχωσι ποταμς τ δάκρυά της. Τότε σθάνθη νακούφισιν κα συνέλαβε μικρν λπίδα.

Προσηυχήθη π μακρν δι τ παιδί της διότι φε! δν μφέβαλλεν τι κλήρα τς εχεν επει τν λήθειαν, κα οδ σθάνετο τν νάγκην ν ζητήσ πιβεβαίωσιν τς εδήσεως.

μεινεν π ρας γονατιστή, κα ταν πλθεν κάματος, κα ξηπλώθη αθορμήτως π το μικρο στρωμένου χαμηλο σοφ της, τότε συνέλαβε μίαν πόφασιν κα επε μεγαλοφώνως: «Βαρδιάνος στ σπόρκα θ πάω. Βαρδιάνος στ σπόρκα!».

Τα καταφέρνει η θειά-Σκεύω και φτάνει στο γιό της ξεπερνώντας πολλά εμπόδια. Πρέπει να τον πάρει από το καράβι, ανάμεσα από τους άλλους που πάσχουν βαριά. Όμως πρέπει να τον βάλει κάπου για να μπορέσει να ξεπεράσει το θανάσιμο κίνδυνο. Δεν υπάρχει χώρος. Τότε παρουσιάζεται ο μοναχός Νικόδημος, ένας απλός ασκητής που ανοίγει μαζί της συζήτηση:

«- λήθεια, πς εναι γυιός σου; Δν τν βγαλες ξου;

– Επε γιατρς ν τν βγάλω.

– Κα πο θ κάμετε κονάκι;

– Δ ξέρω… Στς μπαράκες, πο φτιάνει μαστρο-Στάθης.

λήθεια, ξέχασα ν πμένα τ κελλ δν μο χρειάζεται. Κα οτε τ ξουσιάζω κιόλα… χουν τ δικαίωμα ν μο τ πάρουν… γ δν πρέπει ν χω φωλι σν καλόγηρος πο εμαι… Καλύτερα σες παρ λλοι… Φέρε τ γυιό σου ξω, κ λτε ν καθίσετε στ κελλί…

―Ἄ! τν εχ το Χριστο νά χς… καλ ψυχή… κα καλν παράδεισο, δερφέ μου…

―Ἐγ εμαι νάξιος… Φέρε τ γυιό σου ξω. Νά, στν πόρτα εναι τ κλειδί. δ χει κα μερικς παλιοβελέντζες… Κλείδωσε, σύρε ν φέρς τ γυιό σου, κι λα ν κάμετε κονάκι. γ φεύγω. χε γειά…

λαβε τν δέσμην τν ράσων του, τν βαλεν ες τν τορβάν, κρέμασε τν τορβν περ τν μασχάλην, λαβε τν ψηλν κυρτν ράβδον του, καμε τρς τ σημεον το Σταυρο κα νεχώρησε.

» γκόρτζας, παραγυις το Νικοδήμου, ρχετο κάθε πρω κ γέμιζεν ν μικρν βαρελάκι νερόν, κ φερε μίαν βεδούραν γάλα ες τν Σκεύω, τις τ μοίραζεν ες τς τότε κατ περίστασιν γνωρίμους κα γείτονας, σαι νοσήλευον υος συζύγους ες τ λλα κελλία, κα ες τ πρτα γγύτερα παραπήγματα. γκόρτζας δν λεγε ποτ «καλημέρα», λλ φώναζε μ τραχεαν κα λλόκοτον φωνν «Γειά σας!» πρω πρω τν αγήν, φηνε τν βεδούραν κάτω ες τ πρτον σκαλοπάτι τς σκάλας, κρυπτε τ πρόσωπόν του πισθεν το στύλου, βλεπε λοξς κα στατο πλαγίως, δι ν μ τν δ Σκεύω, κα ετα φώναζε: «Χιριτίσματα π τον πάτιρ Νικόδμου. Επι, λέει, τί κάνει ο γυιός σ, λέει, καημέν Σκεύου; Κ τί σ χρειάζιτι, λέει, ν μ το πς! Κ τ γκόττα, λέει, ν τνε σφάξης ν πι το ζμί, ν γιάν».

                                                                                                ***

Ο Βαρδιάνος στα σπόρκα του Παπαδιαμάντη και η σημερινή πραγματικότητα.

Διαβάζω και μελαγχολώ. Σήμερα γονείς αποφεύγουν τα παιδιά τους για να μην τους κολλήσουν, γείτονας το γείτονα και ανήμποροι γέροντες δεν έχουν κάποιον να τους βοηθήσει ούτε για τα βασικά. Κλειστήκαμε στα σπίτια μας και κλείσαμε τις καρδιές μας. Ο ατομισμός σε όλο του το μεγαλείο. Βάλαμε τη λογική, και μάλιστα μια αρρωστημένη λογική πάνω από την καρδιά. Μας κυρίευσε ο φόβος και μας έκανε στο πρόσωπο του διπλανού μας να βλέπουμε έναν εχθρό, το δολοφόνο μας. «Πες στο γιό μου, είπε μια ασθενής μου, να μην έρθει εδώ. Να κάτσει σπίτι του. Δε θέλω να μου φέρει αυτό το σατανά (τον κορονοϊό) στο σπίτι». Επρόκειτο για το παιδί της που έμενε μακριά, στη Βόρεια Ελλάδα,  και εκδήλωσε το ενδιαφέρον να μείνει κοντά της αυτές τις δύσκολες ώρες. Ατομισμός, μοναξιά, εγωκεντρική σκέψη. Αυτά είναι τα επιτεύγματα της εποχής μας. Ο καθένας μόνος του και ο δίπλα αδιάφορος κι εχθρός.

Και η αγάπη; «Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α’ Ιωάν. 4, 19).

Διονυσίου Αλεξανδρείας, Εορταστική επιστολή προς τους αδελφούς της Αλεξανδρείας

Διαβάζω και προβληματίζομαι πιο πολύ. Από το λοιμό του 260 μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια:

«Οι περισσότεροι λοιπόν από τους αδελφούς μας από πολύ μεγάλη και αδερφική αγάπη, αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλο και χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες για τον εαυτό τους, έκαναν επισκέψεις στους άρρωστους, τους προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, τους περιποιούνταν «εν Χριστώ» και πέθαιναν πολύ ευχαρίστως μαζί τους, αφού προηγουμένως πάθαιναν μόλυνση από την επαφή τους με τους άλλους, κολλούσαν την αρρώστια από τους πλησίον και, με τη θέλησή τους, δοκίμαζαν τους πόνους. Και πολλοί, αφού περιποιήθηκαν τους άλλους στην αρρώστια τους και τούς έδωσαν δύναμη, οι ίδιοι πέθαιναν, μεταφέροντας κατά κάποιο τρόπο το θάνατο εκείνων στους εαυτούς τους. Οι άριστοι λοιπόν από τους αδελφούς μας και μερικοί πρεσβύτεροι και διάκονοι και λαϊκοί με αυτό τον τρόπο έφυγαν από τη ζωή, επαινούμενοι πολύ, έτσι ώστε και αυτό το είδος του θανάτου, που ήταν αποτέλεσμα μεγάλης ευσέβειας και δυνατής πίστεως, να μη φαίνεται καθόλου ότι είναι κατώτερο από το μαρτύριο. Και αφού με απλωμένα χέρια σήκωναν τα σώματα των άγιων στην αγκαλιά τους, και τους έκλειναν τα μάτια και τα στόματα και τούς μετέφεραν πάνω στους ώμους, και τούς σαβάνωναν και τους έλουζαν και τους στόλιζαν με τη νεκρική στολή, μετά από λίγο χρόνο, το ίδιο γινόταν και σ’ αυτούς, γιατί, πάντοτε εκείνοι που απέμεναν στη ζωή, ακολουθούσαν στο θάνατο αυτούς που πέθαναν προηγουμένως. Οι ειδωλολάτρες όμως έκαναν τελείως τα αντίθετα· έδιωχναν ακόμη και εκείνους που μόλις άρχιζαν να αρρωσταίνουν, και απέφευγαν τους αγαπημένους τους και τους πετούσαν στους δρόμους μισοπεθαμένους, και τους νεκρούς τους έριχναν άταφους στα σκουπίδια, στην προσπάθεια τους να μην τους πλησιάσει ο θάνατος, πράγμα που δεν ήταν εύκολο να αποφύγουν, παρ’ όλο ότι μηχανεύονταν πολλά» (Διονυσίου Αλεξανδρείας, Εορταστική επιστολή προς τους αδελφούς της Αλεξανδρείας).

Τόσο συγκλονιστική η περιγραφή που τα λόγια περιττεύουν. Πόση  είναι η αγάπη μας σήμερα; Που είναι οι θυσίες μας; Που είναι η αλληλεγγύη μας; Απομονωθήκαμε. Οι ποιμένες φοβισμένοι. Οι πιστοί διασκορπισμένοι. Δε δίνουμε μαρτυρία. Στηριχθήκαμε στους επαγγελματίες της υγείας και τους ενθαρρύνουμε εξ αποστάσεως. Αλλά εμείς είμαστε απόντες. Κρυμμένοι να αποφύγουμε το κακό. Σαν τους ειδωλολάτρες της Αλεξάνδρειας. Αν η λογική δε μας αφήνει να διακινδυνεύσουμε την υγεία μας (αφού η βιολογική ζωή μας αναγορεύθηκε σε  υπέρτατο αγαθό), τουλάχιστον ας μην είμαστε παγερά απόντες. Ας λάβουμε τα μέτρα που μας προτείνουν και ας δώσουμε το παρόν. Ας σταθούμε με ένα χαμόγελο, μια χειρονομία, ένα ενθαρρυντικό λόγο κοντά στον άλλο. Ας μην αλλάζουμε τρομαγμένοι πεζοδρόμιο όταν διασταυρωνόμαστε μαζί του, ας μην σπεύδουμε  να του δείξουνε την αποστροφή μας σε κάθε ευκαιρία. Στους δύσκολους καιρούς μας η φωνή μας ακούγεται φάλτσα όταν δε συνοδεύεται από έργα. Οι άνθρωποι χρειάζονται έργα για να πειστούν. Στρατός αγάπης να γίνουμε όλοι. Η κοινωνία μάς περιμένει και θα μας κρίνει. Και ο Χριστός που λέμε ότι αγαπάμε θα μας πει την ημέρα της κρίσεως:

«πορεεσθε π᾿ μο ο κατηραμνοι ες τ πρ τ αἰώνιον τ τοιμασμνον τ διαβλ κα τος γγλοις ατο. πενασα γρ, κα οκ δκατ μοι φαγεν, δψησα, κα οκ ποτσατ με, ξνος μην, κα ο συνηγγετ με, γυμνς, κα ο περιεβλετ με, σθενς κα ν φυλακ, κα οκ πεσκψασθ με. ττε ποκριθσονται ατ κα ατο λγοντες· κριε, πτε σε εδομεν πεινντα διψντα ξνον γυμνν σθεν ν φυλακ, κα ο διηκονσαμν σοι; ττε ποκριθσεται ατος λγων· μν λγω μν, φ᾿ σον οκ ποισατε ν τοτων τν λαχστων, οδ μο ποισατε» (Ματθ. 23, 41-45).