)
Βαρδιάνος στα σπόρκα του Παπαδιαμάντη
(Βαρδιάνος στα σπόρκα του Παπαδιαμάντη) Διάβασα αυτές τις μέρες, τις περίεργες, κάποια διηγήματα του Παπαδιαμάντη (γυρίζουμε πάντα τις δύσκολες ώρες στις ρίζες μας και την παράδοσή μας) και στάθηκα σε ένα πολύ επίκαιρο, το «Βαρδιάνος στα σπόρκα» γραμμένο το 1893. Επίκαιρο, θα ρωτήσει κάποιος, γραμμένο πριν 130 σχεδόν χρόνια; Επίκαιρο κι ελεγκτικό θα έλεγα για όλους μας. Ο Βαρδιάνος στα σπόρκα διηγείται την ιστορία της γρια- Σκεύως, πού μεταμφιέζεται σε άντρα και γίνεται βαρδιάνος (φύλακας) στα σπόρκα (μολυσμένα καράβια που μεταφέρουν ασθενείς με χολέρα), προκειμένου να σώσει το γιο της. Ιστορικός πυρήνας του διηγήματος είναι η χολέρα που έπληξε την Ευρώπη το 1865 και τα αυστηρά μέτρα προφύλαξης που έλαβε τότε η ελληνική κυβέρνηση.
Γράφει ο Παπαδιαμάντης:
«Ἀπὸ τῆς ἑσπέρας ἐκείνης, καθ᾽ ἣν ἡ θεια-Σκεύω, ἐπιστρέφουσα ἀπὸ τὴν οἰκίαν τῆς Γερακίνας, ἤκουσε τὸ δυσοίωνον ἄγγελμα, τὸ ὁποῖον τῆς ἔστειλεν ἐν τῇ ἀώρῳ καὶ ἀσυνειδήτῳ σκληρότητί του ἓν παιδίον ἀπὸ μίαν βάρκαν: «Θεια-Σκεύω Σαβουρόκοφα! ὁ γυιός σου εἶναι ἄρρωστος στὸν Τσουγκριᾶ ἀπὸ χολέρα…», ἡ Σκεύω δὲν ἤκουσε πλέον ἄλλην φωνὴν ἢ αὐτὴν καὶ μόνην, τὴν ἀντηχοῦσαν εἰς τὰ ἐνδόμυχά της, καὶ χαραχθεῖσαν μὲ πυρίνους χαρακτῆρας ἐπὶ τῆς μητρικῆς καρδίας· καὶ δὲν ἔζησε πλέον ἄλλην ζωήν, ἢ τὴν συνεχομένην μὲ τὴν ζωὴν καὶ μὲ τὸν θάνατον τοῦ υἱοῦ της, καὶ ἀντανακλωμένην ἀπὸ τὴν κινδυνεύουσαν ὕπαρξιν ἐκείνου.
Ἐπανῆλθεν, ἡ ἔρημη, εἰς τὸ σπιτάκι της. Πῶς ηὗρε τὸν δρόμον; Ποῦ ἐπάτησεν; Ἀπὸ ποῦ ἐπέρασε; ― Ποῖος ἐνθυμεῖτο; Ἤνοιξε τὴν θύραν της. Πῶς ἠμπόρεσε νὰ γυρίσῃ τὸ κλειδὶ εἰς τὴν κλειδότρυπαν; Εἰσῆλθε. Πῶς δὲν ἔπεσεν εἰς τὴν μέσην τοῦ δρόμου;
Ἐγονάτισεν ἐμπρὸς εἰς τὴν Παναγίτσαν της, τὴν μικρὰν ἀσημωμένην Παναγίτσαν, τὴν ἴσην μὲ τὸ τρυφερὸν καὶ λευκὸν μέτωπον τριετιζούσης ἀθῴας κόρης. Ἐγονάτισεν ἐμπρὸς εἰς τὸν Ἁι-Νικόλα της, ἐκεῖνον ὅστις ὑπῆρξε συνταξιδιώτης τοῦ ἀνδρός της εἰς τὰ ταξίδια, συγκολυμβητὴς καὶ σωτὴρ εἰς τὰ ναυάγια. Ἐκράτησε τὸ μέτωπόν της μὲ τὰς δύο χεῖρας διὰ νὰ μὴν ἐκραγῇ, τοὺς κροτάφους της διὰ νὰ μὴ ραγισθοῦν, τὴν καρδίαν της διὰ νὰ μὴ σταματήσῃ. Ἐδοκίμασε νὰ κάμῃ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, καὶ ἡ χείρ της ἡ δεξιὰ ἦτο μολυβδίνη. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», καὶ ἡ γλῶσσά της δὲν ἐγύριζε, καὶ τὰ χείλη της δὲν ἐκινοῦντο, μόνον ἡ ἔννοια τῆς προσευχῆς ἐσχηματίζετο εὐτυχῶς εἰς τὸν νοῦν της. Εἶτα ἀφῆκεν αἴφνης μίαν κραυγήν, καὶ ἤρχισαν νὰ τρέχωσι ποταμὸς τὰ δάκρυά της. Τότε ᾐσθάνθη ἀνακούφισιν καὶ συνέλαβε μικρὰν ἐλπίδα.
Προσηυχήθη ἐπὶ μακρὸν διὰ τὸ παιδί της ― διότι φεῦ! δὲν ἀμφέβαλλεν ὅτι ἡ κλήρα τῆς εἶχεν εἴπει τὴν ἀλήθειαν, καὶ οὐδ᾽ ᾐσθάνετο τὴν ἀνάγκην νὰ ζητήσῃ ἐπιβεβαίωσιν τῆς εἰδήσεως.
Ἔμεινεν ἐπὶ ὥρας γονατιστή, καὶ ὅταν ἐπῆλθεν ὁ κάματος, καὶ ἐξηπλώθη αὐθορμήτως ἐπὶ τοῦ μικροῦ ἐστρωμένου χαμηλοῦ σοφᾶ της, τότε συνέλαβε μίαν ἀπόφασιν καὶ εἶπε μεγαλοφώνως: «Βαρδιάνος στὰ σπόρκα θὰ πάω. Βαρδιάνος στὰ σπόρκα!».
Τα καταφέρνει η θειά-Σκεύω και φτάνει στο γιό της ξεπερνώντας πολλά εμπόδια. Πρέπει να τον πάρει από το καράβι, ανάμεσα από τους άλλους που πάσχουν βαριά. Όμως πρέπει να τον βάλει κάπου για να μπορέσει να ξεπεράσει το θανάσιμο κίνδυνο. Δεν υπάρχει χώρος. Τότε παρουσιάζεται ο μοναχός Νικόδημος, ένας απλός ασκητής που ανοίγει μαζί της συζήτηση:
«- Ἀλήθεια, πῶς εἶναι ὁ γυιός σου; Δὲν τὸν ἔβγαλες ὄξου;
– Εἶπε ὁ γιατρὸς νὰ τὸν βγάλω.
– Καὶ ποῦ θὰ κάμετε κονάκι;
– Δὲ ξέρω… Στὲς μπαράκες, ποὺ φτιάνει ὁ μαστρο-Στάθης.
– Ἀλήθεια, ξέχασα νὰ πῶ… Ἐμένα τὸ κελλὶ δὲν μοῦ χρειάζεται. Καὶ οὔτε τὸ ἐξουσιάζω κιόλα… Ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ μοῦ τὸ πάρουν… Ἐγὼ δὲν πρέπει νὰ ἔχω φωλιὰ σὰν καλόγηρος ποὺ εἶμαι… Καλύτερα σεῖς παρὰ ἄλλοι… Φέρε τὸ γυιό σου ἔξω, κ᾽ ἐλᾶτε νὰ καθίσετε στὸ κελλί…
―Ἄ! τὴν εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ νά ᾽χῃς… καλὴ ψυχή… καὶ καλὸν παράδεισο, ἀδερφέ μου…
―Ἐγὼ εἶμαι ἀνάξιος… Φέρε τὸ γυιό σου ἔξω. Νά, στὴν πόρτα εἶναι τὸ κλειδί. Ἐδῶ ἔχει καὶ μερικὲς παλιοβελέντζες… Κλείδωσε, σύρε νὰ φέρῃς τὸ γυιό σου, κι ἔλα νὰ κάμετε κονάκι. Ἐγὼ φεύγω. Ἔχε γειά…
Ἔλαβε τὴν δέσμην τῶν ράσων του, τὴν ἔβαλεν εἰς τὸν τορβάν, ἐκρέμασε τὸν τορβὰν περὶ τὴν μασχάλην, ἔλαβε τὴν ὑψηλὴν κυρτὴν ράβδον του, ἔκαμε τρὶς τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ καὶ ἀνεχώρησε.
» Ὁ Ἀγκόρτζας, ὁ παραγυιὸς τοῦ Νικοδήμου, ἤρχετο κάθε πρωὶ κ᾽ ἐγέμιζεν ἓν μικρὸν βαρελάκι νερόν, κ᾽ ἔφερε μίαν βεδούραν γάλα εἰς τὴν Σκεύω, ἥτις τὸ ἐμοίραζεν εἰς τὰς τότε κατὰ περίστασιν γνωρίμους καὶ γείτονας, ὅσαι ἐνοσήλευον υἱοὺς ἢ συζύγους εἰς τὰ ἄλλα κελλία, καὶ εἰς τὰ πρῶτα ἐγγύτερα παραπήγματα. Ὁ Ἀγκόρτζας δὲν ἔλεγε ποτὲ «καλημέρα», ἀλλ᾽ ἐφώναζε μὲ τραχεῖαν καὶ ἀλλόκοτον φωνὴν «Γειά σας!» πρωὶ πρωὶ τὴν αὐγήν, ἄφηνε τὴν βεδούραν κάτω εἰς τὸ πρῶτον σκαλοπάτι τῆς σκάλας, ἔκρυπτε τὸ πρόσωπόν του ὄπισθεν τοῦ στύλου, ἔβλεπε λοξῶς καὶ ἵστατο πλαγίως, διὰ νὰ μὴ τὸν ἰδῇ ἡ Σκεύω, καὶ εἶτα ἐφώναζε: «Χιριτίσματα ἀπ᾽ τοὺν πάτιρ Νικόδ᾽μου. Εἶπι, λέει, τί κάνει οὑ γυιός σ᾽, λέει, καημέν᾽ Σκεύου; Κὶ τί σ᾽ χρειάζιτι, λέει, νὰ μ᾽ τοὺ πῇς! Κὶ τ᾽ γκόττα, λέει, νὰ τ᾽νε σφάξης νὰ πιῇ τοὺ ζ᾽μί, νὰ γιάν᾽».
***
Ο Βαρδιάνος στα σπόρκα του Παπαδιαμάντη και η σημερινή πραγματικότητα.
Διαβάζω και μελαγχολώ. Σήμερα γονείς αποφεύγουν τα παιδιά τους για να μην τους κολλήσουν, γείτονας το γείτονα και ανήμποροι γέροντες δεν έχουν κάποιον να τους βοηθήσει ούτε για τα βασικά. Κλειστήκαμε στα σπίτια μας και κλείσαμε τις καρδιές μας. Ο ατομισμός σε όλο του το μεγαλείο. Βάλαμε τη λογική, και μάλιστα μια αρρωστημένη λογική πάνω από την καρδιά. Μας κυρίευσε ο φόβος και μας έκανε στο πρόσωπο του διπλανού μας να βλέπουμε έναν εχθρό, το δολοφόνο μας. «Πες στο γιό μου, είπε μια ασθενής μου, να μην έρθει εδώ. Να κάτσει σπίτι του. Δε θέλω να μου φέρει αυτό το σατανά (τον κορονοϊό) στο σπίτι». Επρόκειτο για το παιδί της που έμενε μακριά, στη Βόρεια Ελλάδα, και εκδήλωσε το ενδιαφέρον να μείνει κοντά της αυτές τις δύσκολες ώρες. Ατομισμός, μοναξιά, εγωκεντρική σκέψη. Αυτά είναι τα επιτεύγματα της εποχής μας. Ο καθένας μόνος του και ο δίπλα αδιάφορος κι εχθρός.
Και η αγάπη; «Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α’ Ιωάν. 4, 19).
Διονυσίου Αλεξανδρείας, Εορταστική επιστολή προς τους αδελφούς της Αλεξανδρείας
Διαβάζω και προβληματίζομαι πιο πολύ. Από το λοιμό του 260 μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια:
«Οι περισσότεροι λοιπόν από τους αδελφούς μας από πολύ μεγάλη και αδερφική αγάπη, αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλο και χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες για τον εαυτό τους, έκαναν επισκέψεις στους άρρωστους, τους προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, τους περιποιούνταν «εν Χριστώ» και πέθαιναν πολύ ευχαρίστως μαζί τους, αφού προηγουμένως πάθαιναν μόλυνση από την επαφή τους με τους άλλους, κολλούσαν την αρρώστια από τους πλησίον και, με τη θέλησή τους, δοκίμαζαν τους πόνους. Και πολλοί, αφού περιποιήθηκαν τους άλλους στην αρρώστια τους και τούς έδωσαν δύναμη, οι ίδιοι πέθαιναν, μεταφέροντας κατά κάποιο τρόπο το θάνατο εκείνων στους εαυτούς τους. Οι άριστοι λοιπόν από τους αδελφούς μας και μερικοί πρεσβύτεροι και διάκονοι και λαϊκοί με αυτό τον τρόπο έφυγαν από τη ζωή, επαινούμενοι πολύ, έτσι ώστε και αυτό το είδος του θανάτου, που ήταν αποτέλεσμα μεγάλης ευσέβειας και δυνατής πίστεως, να μη φαίνεται καθόλου ότι είναι κατώτερο από το μαρτύριο. Και αφού με απλωμένα χέρια σήκωναν τα σώματα των άγιων στην αγκαλιά τους, και τους έκλειναν τα μάτια και τα στόματα και τούς μετέφεραν πάνω στους ώμους, και τούς σαβάνωναν και τους έλουζαν και τους στόλιζαν με τη νεκρική στολή, μετά από λίγο χρόνο, το ίδιο γινόταν και σ’ αυτούς, γιατί, πάντοτε εκείνοι που απέμεναν στη ζωή, ακολουθούσαν στο θάνατο αυτούς που πέθαναν προηγουμένως. Οι ειδωλολάτρες όμως έκαναν τελείως τα αντίθετα· έδιωχναν ακόμη και εκείνους που μόλις άρχιζαν να αρρωσταίνουν, και απέφευγαν τους αγαπημένους τους και τους πετούσαν στους δρόμους μισοπεθαμένους, και τους νεκρούς τους έριχναν άταφους στα σκουπίδια, στην προσπάθεια τους να μην τους πλησιάσει ο θάνατος, πράγμα που δεν ήταν εύκολο να αποφύγουν, παρ’ όλο ότι μηχανεύονταν πολλά» (Διονυσίου Αλεξανδρείας, Εορταστική επιστολή προς τους αδελφούς της Αλεξανδρείας).
Τόσο συγκλονιστική η περιγραφή που τα λόγια περιττεύουν. Πόση είναι η αγάπη μας σήμερα; Που είναι οι θυσίες μας; Που είναι η αλληλεγγύη μας; Απομονωθήκαμε. Οι ποιμένες φοβισμένοι. Οι πιστοί διασκορπισμένοι. Δε δίνουμε μαρτυρία. Στηριχθήκαμε στους επαγγελματίες της υγείας και τους ενθαρρύνουμε εξ αποστάσεως. Αλλά εμείς είμαστε απόντες. Κρυμμένοι να αποφύγουμε το κακό. Σαν τους ειδωλολάτρες της Αλεξάνδρειας. Αν η λογική δε μας αφήνει να διακινδυνεύσουμε την υγεία μας (αφού η βιολογική ζωή μας αναγορεύθηκε σε υπέρτατο αγαθό), τουλάχιστον ας μην είμαστε παγερά απόντες. Ας λάβουμε τα μέτρα που μας προτείνουν και ας δώσουμε το παρόν. Ας σταθούμε με ένα χαμόγελο, μια χειρονομία, ένα ενθαρρυντικό λόγο κοντά στον άλλο. Ας μην αλλάζουμε τρομαγμένοι πεζοδρόμιο όταν διασταυρωνόμαστε μαζί του, ας μην σπεύδουμε να του δείξουνε την αποστροφή μας σε κάθε ευκαιρία. Στους δύσκολους καιρούς μας η φωνή μας ακούγεται φάλτσα όταν δε συνοδεύεται από έργα. Οι άνθρωποι χρειάζονται έργα για να πειστούν. Στρατός αγάπης να γίνουμε όλοι. Η κοινωνία μάς περιμένει και θα μας κρίνει. Και ο Χριστός που λέμε ότι αγαπάμε θα μας πει την ημέρα της κρίσεως:
«πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 23, 41-45).