Κορονοϊός και Φόβος. Οι συμπεριφορές των ανθρώπων.
(Κορονοϊός και Φόβος) «Ο φόβος φυλάει τα έρ(η)μα» λέει ο λαός μας και φαίνεται ότι έτσι σκέφθηκαν οι αρμόδιοι και φροντίζουν να σπέρνουν τον τρόμο με κάθε τρόπο. Προκαλεί όμως μεγάλη ανησυχία το ότι κάτι που ξεκίνησε ως άμυνα απέναντι σε μια διαφαινόμενη απειλή, εξελίσσεται πολύ περίεργα, κωμικά θα λέγαμε, αν δεν ήταν τόσο τραγικά τα πράγματα. Ένας ολόκληρος κόσμος που αισθάνεται το θάνατο να επικρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι του, εκφράζει τα πιο προβληματικά αισθήματα, συναισθήματα και συμπεριφορές στην καθημερινότητά του. Ενστικτωδώς και χωρίς καθοδήγηση εκδηλώνεται με συμπεριφορές που τελικά γίνονται πιο επικίνδυνες από αυτό και γι’ αυτό που θέλει να αποφύγει. Και για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι ας περιγράψουμε μερικές από τις συμπεριφορές αυτές.
Κορονοϊός και Φόβος. Οι μάσκες και τα γάντια.
Σκηνή πρώτη. Ηλικιωμένος μετά από πολλή συζήτηση και πιέσεις «αναγκάζεται» αυτός και η κόρη του να έλθουν στο ιατρείο για να ελέγξουμε ένα βηματοδότη που πιθανόν βρίσκεται στο τέλος της λειτουργίας του. Πιο τρομαγμένη η κόρη παρά ο ασθενής. Φτάνουν στο ιατρείο φορώντας μάσκα και γάντια αμφότεροι. Μπαίνουν μέσα πολύ διστακτικά. Κάθονται απέναντί μου και μόλις αρχίζουμε να μιλάμε ο ασθενής κατεβάζει τη μάσκα και αρχίζει να τρίβει με τα γαντοφορεμένα χέρια του τη μύτη του. Του επισημαίνω ότι μόλις έχει καταστήσει άχρηστα τα μέτρα που έλαβε και η κόρη έξαλλη πετάγεται και του διορθώνει με τα δικά της γαντοφορεμένα χέρια τη μάσκα κατσαδιάζοντάς τον.
Ύστερα αφού έχει ακουμπήσει τη μάσκα του πατέρα της κατεβάζει τη δική της μάσκα. Για όσους ακόμη το σκέπτονται: ο πατέρας ακούμπησε με τα γάντια του τη μύτη μεταδίδοντας ότι είχε πιάσει, ταυτόχρονα ακούμπησε τη μάσκα του μεταφέροντας εκεί επίσης ότι είχε πιάσει και αντίστροφα από τη μάσκα στα γάντια, η κόρη με τα γάντια της μετέφερε στην μάσκα του πατέρα της ότι είχε πιάσει και μετά στη δική της μάσκα ότι είχε πιάσει και ότι είχε η μάσκα του πατέρα της.
Κορονοϊός και Φόβος. Η οδήγηση.
Σκηνή δεύτερη. Οδηγώ δίπλα από λεωφορείο όπου ο μασκοφόρος και γαντοφορεμένος οδηγός στο φανάρι κατεβάζει τη μάσκα με τα γάντια, πίνει μια γουλιά καφέ με το καλαμάκι του και μετά αφού ακουμπάει το τιμόνι και το λεβιέ της ταχύτητας τοποθετεί ξανά τη μάσκα στο πρόσωπό του. Μάσκα, γάντια, τιμόνι, ταχύτητες, δοχείο καφέ και καλαμάκι έχουν επικοινωνήσει τα (όποια) μικρόβιά τους.
Κορονοϊός και Φόβος. Στο σούπερ μάρκετ.
(Ο φόβος του κορονοϊού) Σκηνή τρίτη. Στο σούπερ μάρκετ. Μια κυρία αγανακτισμένη διαμαρτύρεται που η υπάλληλος στο ταμείο έχει βγάλει τα γάντια της και απειλεί πως θα τους καταγγείλει όλους. Η υπάλληλος φοβισμένη φορά τα γάντια, χτυπάει τα προϊόντα της κυρίας, παίρνει τα χρήματα, της δίνει ρέστα, της δίνει τις αποδείξεις και όλοι μένουν ευχαριστημένοι γιατί τα πράγματα έγιναν «με το γάντι». Θα το επαναλάβουμε για μια ακόμη φορά. Τα γάντια δεν προστατεύουν περισσότερο από το δέρμα γιατί ο κορονοϊός δε μεταδίδεται μέσω του δέρματος. Αντίθετα επειδή δίνουν την ψευδή αίσθηση της ασφάλειας κάνουν τους ανθρώπους πιο απρόσεκτους. Και ακόμη κι αν τα αλλάζουμε κάθε δύο λεπτά το μόνο που πετυχαίνουμε είναι μέσω αυτών να διασπείρουμε τον ιό παντού.
Η λύση είναι απλή. Αφού ολοκληρώσουμε ένα κύκλο εργασιών και φροντίζοντας στο μεταξύ να μην ακουμπάμε στόμα, μάτια και μύτη, πλένουμε τα χέρια με σαπούνι. Το αντισηπτικό δεν είναι απαραίτητο. Και η μάσκα να γνωρίζουμε προφυλάσσει τους άλλους μερικώς από εμάς αν είμαστε ασθενείς και βήχουμε ή φτερνιζόμαστε και όχι εμάς από τους άλλους. Γι’ αυτό αρκεί να μιλάμε από απόσταση κοντά στα δύο μέτρα. Μέχρι εκεί. Δε χρειάζεται να αλλάζουμε πεζοδρόμιο όταν συναντάμε κάποιον στο δρόμο. Με το κοίταγμα και την αναπνοή ΔΕΝ ΚΙΝΔΥΝΕΥΟΥΜΕ. Ούτε χρειάζεται να βγαίνουμε στο δρόμο να περπατήσουμε με γάντια και μάσκα εκτός και αν επιτέλους ήρθε η ώρα να εκπληρώσουμε τον παιδικό μας πόθο να γίνουμε χειρουργοί.
Ο φόβος του κορονοϊού.
Σκηνή τέταρτη. Κάποιοι συνάνθρωποί μας περιμένουν έξω από σούπερ μάρκετ γιατί ήδη μέσα σε αυτό βρίσκεται ο απαιτούμενος αριθμός. Περιμένοντας με τις μάσκες τους και τα γάντια στην ουρά πιάνουν συζήτηση με τους γύρω, κατεβάζουν και τις μάσκες αν δεν ακούγονται καλά και ανταλλάσσουν σκέψεις ιδιαίτερα αν ο χρόνος της αναμονής παρατείνεται. Κάποιοι άλλοι βάζουν τις φωνές από τα μπαλκόνια και καλούν την αστυνομία γιατί κάποιοι πιστοί περιμένουν έξω από ένα ναό να ανοίξει για να μπουν να προσευχηθούν. Την ίδια ώρα περνάνε αδιάφοροι από ένα κατάστημα που πουλάει καφέ και τυρόπιτα και που άτομα σε μια ολόκληρη ουρά περιμένουν να πάρουν το πρωινό τους ρόφημα, κάποιοι μάλιστα το απολαμβάνουν στα όρθια μπροστά στο κατάστημα συζητώντας.
Ο φόβος του κορονοϊού. Η τυφλή ,χρόνια συνταγογράφηση.
Και μερικές σκέψεις για το μεγαλύτερο πρόβλημα της δημόσιας υγείας τις τελευταίες δεκαετίες που με τις ευλογίες και τις θριαμβολογίες του υπουργού της υγείας, του προέδρου του ιατρικού συλλόγου Αθηνών, των έγκριτων λοιμωξιολόγων μας και όλου του διοικητικού και επιστημονικού κόσμου έχει πια τελειοποιηθεί. Της τυφλής συνταγογράφησης. Επί πολλά χρόνια οι ιατροί του ΙΚΑ λειτουργούσαν ως τυφλοί συνταγογράφοι μια που κανένας άλλος δεν επιτρεπόταν να γράψει συνταγές αυτού του ταμείου.
Οι ασθενείς συνήθως μετά κόπου και μυρίων βασάνων έκλειναν ραντεβού μετά από εβδομάδες για να συναντήσουν ένα ιατρό που μπορεί να μην είχαν δει ποτέ, που γκρίνιαζε για κάποια από τα φάρμακα αλλά με ένα εικοσαρικάκι μέσα στο βιβλιάριο οι αντιρρήσεις κάμπτονταν και τα φάρμακα γράφονταν. Κάποιες φορές έγραφαν τα φάρμακα και του/της συζύγου που δεν ήταν εκεί. Πολλές φορές εξέτασα ανθρώπους που κυριολεκτικά επί δεκαετίες έπαιρναν φάρμακα που τους ήταν άχρηστα ή και επιβλαβή γιατί γράφονταν χωρίς κανένας να τους εξετάσει στο ενδιάμεσο. Δεν υπάρχουν χρόνιες νόσοι.
Ο φόβος του κορονοϊού. Η άυλη συνταγογράφηση.
Υπάρχουν ασθενείς που πάσχουν από νόσους που εξελίσσονται γρήγορα ή αργά επί χρόνια και που κάθε φορά που ανανεώνεται η συνταγογράφηση πρέπει να εξετάζονται για να ελέγχεται αν υπάρχει κάτι που πρέπει να αλλάξει. Τώρα την τυφλή συνταγογράφηση αντικατέστησε ή πολυδιαφημιζόμενη άυλη συνταγογράφηση που εξ αποστάσεως ανανεώνει φάρμακα με μόνη τη διαβεβαίωση του ασθενή ότι «είμαι σταθερός». Εγκληματική εξέλιξη πιστεύω, με απρόβλεπτες συνέπειες για τη δημόσια υγεία. Στεναχωρώ όσους ασθενείς μου την ζητούν αλλά κάτι που πολέμησα σε όλη την επιστημονική μου πορεία δε μπορώ να το αποδεχτώ στο όνομα του αδικαιολόγητου φόβου.
Το πονηρό κράτος βέβαια και όλοι όσοι το στηρίζουν δεν πρόκειται να το καταργήσουν ως μέτρο με τη λήξη της πανδημίας γιατί έτσι ξεφορτώνουν με ζημιά βέβαια των ασθενών (αλλά ποιος νοιάζεται γι’ αυτούς) τις ανεπαρκείς κρατικές δομές Πρωτοβάθμιας Φροντίδας.
Εάν όσοι εφάρμοσαν το μέτρο δεν έχουν δεύτερες σκέψεις θα μπορούσαν να αναλάβουν την ευθύνη, επιτρέποντας η τελευταία συνταγογραφημένη συνταγή να μπορεί να εκτελεστεί ξανά από τον ασθενή μέχρι τη λήξη της πανδημίας . Προς τους ασθενείς μου τους οποίους ξέρουν ότι σέβομαι και αγαπώ διαμηνύω να μην πέσουν στην παγίδα.
Ο φόβος του κορονοϊού. Η τρομοκρατία και η επόμενη μέρα.
Μέσα σε συνθήκες τρομοκρατίας και πανικού θυσιάζουμε ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες εκεί που χρειάζεται αλλά και εκεί που θα μπορούσε να αποφευχθεί, χρησιμοποιούμε τα ΜΜΕ για να τρομοκρατήσουμε και όχι να ενθαρρύνουμε, οδηγούμε τους ανθρώπους σε σπασμωδικές κινήσεις που υπό άλλες συνθήκες θα σχολιάζαμε και θα κατακρίναμε αν δε διακωμωδούσαμε. Όμως ο πανικός κάποτε θα περάσει και τότε όσοι σπέρνουν το φόβο από ανασφάλεια ή ιδιοτέλεια και χτίζουν καριέρες αφού δρέψουν τις δάφνες των σωτήρων, θα πρέπει να απαντήσουν στους νοήμονες γιατί όλες αυτές οι υπερβολές και να λογοδοτήσουν για το κακό που το διάστημα αυτό προκάλεσαν.