“Εμείς οι θνητοί” του Ατούλ Γκαουάντε.
Ολοκληρώνοντας τον κύκλο των αναφορών στο βιβλίο «Εμείς οι Θνητοί» του Ατούλ Γκαουάντε σε μετάφραση Λύο Καλοβυρνά από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, θα προσεγγίσουμε ένα ακόμη τεράστιο πρόβλημα. Το αντιμετώπισα προσωπικά ως γιατρός και μάλιστα από υπεύθυνη διοικητική θέση στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Αφορά το όριο υποστήριξης κάποιου ασθενή που νοσηλεύεται σε τελικό στάδιο μιας ανίατης νόσου. Έχοντας εξαντληθεί όλα τα περιθώρια για παροχή οποιασδήποτε θεραπείας στη νόσο και παρακολουθώντας την πορεία του ασθενούς προς το θάνατο φτάνει το κρίσιμο σημείο της ραγδαίας επιδείνωσης. Εκείνη τη στιγμή οι συγγενείς του ασθενούς με ελλιπή ενημέρωση από τους θεράποντες γιατρούς απαιτούν ο ασθενής να οδηγηθεί στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας για να διασωληνωθεί και να υποστηριχθεί από έναν αναπνευστήρα. Μέχρι πότε; Μα μέχρι να πεθάνει εν μέσω διαφόρων επιπλοκών και φέροντας μια σειρά μικρών και μεγάλων σωλήνων που του χορηγούν φάρμακα ή αφαιρούν κάποια υγρά από το σώμα του, σε καταστολή για να μην ταλαιπωρείται, διασωληνωμένος, μερικές φορές σε συνεχή αιμοκάθαρση. Με τι προοπτική; Πρακτικά καμία ή στην καλύτερη περίπτωση παράταση της βιολογικής ζωής του για μερικές μέρες. Οι συγγενείς επιμένουν ότι πρέπει να γίνει ότι καλύτερο για την υποστήριξη του ασθενούς τους και οι ογκολόγοι και λοιποί θεράποντες προτιμώντας να πεθάνει στη ΜΕΘ μη μπορώντας να διαχειριστούν σωστά το γεγονός του θανάτου, κοιτάζουν ένοχα προς τη μεριά των γιατρών της Εντατικής.
Εδώ διαπιστώνει κανείς κακή ενημέρωση. Δεν συζητούν δυστυχώς σοβαρά γιατροί, ασθενείς και συγγενείς το μείζον θέμα της πορείας προς το θάνατο. Τους φοβίζει το γεγονός του θανάτου; Προτιμούν να συζητούν μέχρι το σημείο των ελπίδων για μια παράταση της ζωής; Σύμφωνα με τον συγγραφέα «τα 2/3 των ασθενών με καρκίνο τελικού σταδίου στο πρόγραμμα ‘Αντιμετώπιση του Καρκίνου’ ανέφεραν ότι δεν είχαν κάνει καμία συζήτηση με τους γιατρούς τους για το τέλος της ζωής τους, παρ’ ότι τους απέμεναν, κατά μέσο όρο, μόλις τέσσερεις μήνες ζωής. Αντίθετα το 1/3 των ασθενών που έκαναν μια τέτοια συζήτηση είχαν πολύ λιγότερες πιθανότητες να υποστούν καρδιοπνευμονική ανάνηψη, να τοποθετηθούν σε μηχανικό αναπνευστήρα ή να καταλήξουν σε μονάδα εντατικής φροντίδας. Οι περισσότεροι εγγράφηκαν στην υπηρεσία παρηγορητικής φροντίδας. Υπέφεραν λιγότερο, ήταν ικανότεροι από σωματική άποψη, αλλά και μπορούσαν να επικοινωνούν με άλλους ανθρώπους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, έξι μήνες μετά το θάνατο αυτών των ανθρώπων, οι συγγενείς τους είχαν σημαντικά λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν επίμονη μείζονα κατάθλιψη. Με άλλα λόγια οι άνθρωποι που έκαναν ουσιαστικές συζητήσεις με το γιατρό τους όσον αφορά το τι θα προτιμούσαν για το τέλος της ζωής τους ήταν πολύ πιθανότερο να πεθάνουν γαλήνια και έχοντας τον έλεγχο της κατάστασής τους, ενώ ταυτόχρονα απάλλασσαν την οικογένειά τους από μεγάλη ψυχική οδύνη.» (σελ. 228).
Μήπως όμως μια τέτοια τακτική επιταχύνει το θάνατο θυμίζοντας υποβοηθούμενη αυτοκτονία; Μήπως καταργεί την ελπίδα; Σε καμία περίπτωση. «Οι ασθενείς που εγγράφονται στην υπηρεσία παρηγορητικής φροντίδας παρουσιάζουν εξίσου εκπληκτικά αποτελέσματα. Όπως πολλοί άλλοι άνθρωποι, έτσι κι εγώ πίστευα ότι η παρηγορητική φροντίδα επιταχύνει το θάνατο επειδή οι ασθενείς λένε όχι σε νοσηλευτικές θεραπείες, αλλά και επειδή τους χορηγούνται υψηλές δόσεις ναρκωτικών για την καταπολέμηση του πόνου. Όμως πολυάριθμες μελέτες δείχνουν το αντίθετο. Σε μία εξ αυτών, οι ερευνητές παρακολούθησαν 4.493 ασθενείς του ασφαλιστικού ταμείου Medicare που έπασχαν είτε από καρκίνο τελικού σταδίου, είτε από συμφορητική καρδιοπάθεια τελικού σταδίου. Όσον αφορά τους ασθενείς με καρκίνο του μαστού, του προστάτη ή του παχέος εντέρου, οι ερευνητές δεν εντόπισαν κάποια διαφορά ως προς το χρόνο επιβίωσης ανάμεσα σε όσους εγγράφηκαν στην υπηρεσία παρηγορητικής φροντίδας και σε όσους δεν εγγράφηκαν. Παραδόξως όσον αφορά ορισμένες άλλες παθήσεις η υπηρεσία παρηγορητικής φροντίδας επέκτεινε χρονικά την επιβίωση. Οι ασθενείς με καρκίνο στο πάγκρεας κέρδισαν κατά μέσο όρο 3 εβδομάδες, οι ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα κέρδισαν 6 εβδομάδες, ενώ όσοι έπασχαν από συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια κέρδισαν 3 μήνες.» (σελ. 229- 230).
Χρειάζεται σεβασμός στις τελευταίες μέρες της διαδρομής ενός ανθρώπου στον κόσμο αυτό. Το να ταλαιπωρώ κάποιον χωρίς ελπίδα για να τον διατηρήσω σε μια επιθανάτια κλίνη «ζωντανό» κρύβει εγωισμό, άγνοια και αλαζονεία. Η ίδια η Εκκλησία προσεύχεται να είναι τα τέλη της ζωής του ανθρώπου ανώδυνα και ειρηνικά. Οι άνθρωποι προτιμούν οι δικοί τους να πεθαίνουν στον ψυχρό και απρόσωπο χώρο μιας εντατικής και όχι στο σπίτι τους, στο κρεβάτι τους ανάμεσα σε πρόσωπα αγαπητά. Μας φοβίζει ο θάνατος. Θέλουμε οι συγγενείς μας να πεθαίνουν στα νοσοκομεία. Είναι σκληρό.
«Ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς μας είναι να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να διαχειριστούν την αφόρητη αγωνία που νιώθουν – αγωνία για το θάνατο, αγωνία για τον πόνο, αγωνία για τους αγαπημένους τους, αγωνία για τα οικονομικά τους.[…] υπάρχουν πολλές έγνοιες και πραγματικοί αβάσταχτοι φόβοι. Δεν αρκεί μόνο μια συζήτηση για να τα καλύψεις όλα. Το να φτάσεις να αποδεχτείς τη θνητότητά σου και να κατανοήσεις με σαφήνεια τα όρια και τις δυνατότητες της ιατρικής είναι μια ολόκληρη διαδικασία» (σελ. 234) Χρειάζεται πολλή προετοιμασία εκ μέρους του γιατρού και των εργαζομένων στην υγεία για αντιληφθούν μικρό μόνο μέρος της ψυχολογίας και των αναγκών του ανθρώπου που πορεύεται προς το θάνατο. Σε μια τέτοια προσπάθεια συμβάλλει το βιβλίο αυτό που θα ωφελήσει όποιον το διαβάσει προσεκτικά αλλά και κριτικά γιατί ασφαλώς κρύβει και ένα μεγάλο ποσοστό υποκειμενισμού, αναφερόμενο σε προσωπικές εμπειρίες και απόψεις του συγγραφέα. Θερμές ευχαριστίες στη συνάδελφο και φίλη, με μακρά εμπειρία στους βαριά πάσχοντες και την αντιμετώπισή τους, που μου το χάρισε και με προέτρεψε να το μελετήσω.